στρεπτος

στρεπτος
    στρεπτός
    I
    3
    [adj. verb. к στρέφω См. στρεφω]
    1) плетеный, витой, крученый
    

σ. χιτών Hom. — кольчуга;

    ὁ. σ. κύκλος Diod. — ожерелье

    2) переплетающийся, образующий сетку
    

(κεκρύφαλοι, ῥυτίδες Anth.)

    3) гибкий
    

(λύγοι Eur.)

    4) проворный, неугомонный
    

(γλῶσσα Hom.)

    5) изогнутый, кривой
    

(ἄγκιστρα Anth.)

    σ. σίδηρος Eur. — кирка

    6) сговорчивый, уступчивый
    

(θεοί, φρένες Hom.)

    II
    ὅ
    1) (тж. σ. περιαυχένιος Her.) ожерелье (из переплетенных колец или крученой проволоки), шейная цепочка Her., Xen.
    2) (sc. ἄρτος) крендель Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Полезное


Смотреть что такое "στρεπτος" в других словарях:

  • στρεπτός — easily twisted masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτός — ή, ό / στρεπτός, ή, όν, ΝΜΑ [στρέφω] 1. συνεστραμμένος, στριμμένος (α. «στρεπτό καλώδιο» β. «στρεπταῑς λύγοισι σῶμα συμπεπλεγμένους», Ευρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο στρεπτός περιδέραιο από συνεστραμμένο μέταλλο ή από αλυσίδα νεοελλ. αυτός που μπορεί… …   Dictionary of Greek

  • στρεπταῖς — στρεπτός easily twisted fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπταί — στρεπτός easily twisted fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτοί — στρεπτός easily twisted masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτούς — στρεπτός easily twisted masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτᾶς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῆς — στρεπτός easily twisted fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῇ — στρεπτός easily twisted fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῇσι — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρεπτῇσιν — στρεπτός easily twisted fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»